Στην Ιταλική γλώσσα το τονικό σημείο:
¬ δηλώνεται υποχρεωτικά, πάνω στο φωνήεν της τονούμενης συλλαβής,
μονάχα:
- σε κάποιες μονοσύλλαβες λέξεις (που έχουν ένα μόνο φωνήεν) καθώς έτσι διαφοροποιείται η σημασία ανάμεσα σε ζεύγη ομόγραφων ή/και ομόηχων λέξεων: è (3ο ενικό πρόσωπο του ρήματος essere=“είμαι”) και e (σύνδεσμος= “και”), sì (επίρρημα= “ναι”) και si (αντωνυμία), κλπ• σε διαφορετική περίπτωση οι μονοσύλλαβες λέξεις με ένα μόνο φωνήεν δεν τονίζονται: tre, fa, di, a, su…,
- στις μονοσύλλαβες λέξεις με δίφθογγο ciò, già, giù, più, può (συνιζηµένοι τύποι, όπου τα δύο φωνήεντα προφέρονται ως µία συλλαβή) με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως τα qui και qua•
- σε όσες λέξεις, απλές και σύνθετες, τονίζονται στη λήγουσα (οξύτονες / parole tronche), όπως: università, caffè, venerdì, però, gioventù•
Η δήλωση του τόνου στις περιπτώσεις όπου είναι υποχρεωτικός, διατηρείται και στη μεγαλογράμματη γραφή των λέξεων (CITTÀ, PERCHÉ, GIOVENTÙ)
¬ δηλώνεται προαιρετικά σε ενδιάμεση συλλαβή της λέξης, σε ζεύγη τρισύλλαβων ή πολυσύλλαβων ομόγραφων λέξεων, που αποτελούνται από το ίδιο τεμαχιακό υλικό (ίδια σύμφωνα και φωνήεντα) για να τις διαφοροποιήσει σημασιολογικά: όπως
princìpi (ουσιαστικό= “αρχές”) και
prìncipi (ουσιαστικό= “πρίγκιπες”),
ancóra (επίρρημα= “ακόμα”)
àncora (ουσιαστικό= “άγκυρα”)•
Η (ορθο)γραφική αναπαράσταση στις λέξεις σε χρήση στην επίσημη τυπική Ιταλική γλώσσα δηλώνεται με:
- τη βαρεία / accento grave (ˋ), όταν το φωνήεν προφέρεται ως ανοιχτό• βαρεία παίρνουν πάντα όλες οι λέξεις οι οποίες τελειώνουν σε τονιζούμενο a, i, o, u → à, ì, ò, ù (città, così, però, virtù)•
- την οξεία / accento acuto (΄) όταν το φωνήεν προφέρεται ως κλειστό. Βαρεία παίρνουν πάντα: α. όλοι οι σύνθετοι με το τρία αριθμοί (π.χ. ventitré, centotré, milletré,…), β. οι σύνθετοι σύνδεσμοι με το che (poiché, benché, affinché,…) • γ. το 3ο ενικό πρόσωπο όλων των ομαλών ρημάτων της β' συζυγίας (-ere) στον Passato Remoto (Αόριστο) (credé, poté, batté, combatté,…)•
- την περισπωμένη / accento circonflesso (ˆ), η οποία χησιμοποιείται πολύ περιορισμένα με διακριτική λειτουργία σε λεξικογραμματικό επίπεδο: principî (πληθυντικός του principio και όχι του principe), varî (πληθυντικός του vario του και όχι του varo), κλπ.
Δεδομένων όλων των παραπάνω το λεξικό ItalAccenti περιλαμβάνει μόνο τις τονούμενες λέξεις που τελειώνουν σε –é και σε -è οι οποίες είναι αυτές που δεν καλύπτονται από σχετικούς γραμματικούς κανόνες και, για αυτό, δυσκολεύουν τους ελληνόγλωσσους διδασκόμενους την Ιταλική ως ξένη γλώσσα• δεν περιλαμβάνονται πλην του αορίστου των ρημάτων σε -ere και των σύνθετων σε tre αριθμών, καθώς παίρνουν πάντα οξεία –é.